- μείλιγμα
- το (Α μείλιγμα και μείλιχμα)νεοελλ.(λαογρ.) τρόφιμα και γλυκίσματα που προσφέρονται σε νεκρούς ή σε διάφορα υποχθόνια πνεύματα για να τά εξιλεώσουναρχ.1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τέρψη, ευχαρίστηση ή ανακούφιση2. μτφ. μέσο για εξιλέωση ή για καταπράυνση τού θυμού κάποιου3. θεραπευτικό μέσο4. στον πληθ. τὰ μειλίγματαεξιλαστήρια θυσία5. (για φαγητά) άρτυμα, καρύκευμα6. γλυκό τραγούδι7. (για τον Αγαμέμνονα) ο εραστής («χρυσηΐδων μείλιγμα τῶν ὑπ' Ἰλίῳ», Αισχύλ.)8. ήπιοι λόγοι («μειλίγματα τῶν θρασειῶν μεταφορῶν», Λογγίν.).
Dictionary of Greek. 2013.